βέλτιστ'

βέλτιστ'
βέλτιστα , βέλτιστος
best
neut nom/voc/acc pl
βέλτιστε , βέλτιστος
best
masc voc sg
βέλτισται , βέλτιστος
best
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεθίζω — Α [ἐθίζω] 1. κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι («τὰ βέλτιστ ἀκούειν ὑμᾱς συνεθίζω», Δημοσθ.) 2. καθιστώ κάτι σύνηθες, κοινό 3. (αμτβ.) αποκτώ μια συνήθεια, συνηθίζω κάτι («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.) 4. φρ. «συνειθισμένον ἦν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”